Οικονομικό Σπουδαστήρι

Οικονομικό Σπουδαστήρι
Γι'Αυτούς που Θέλουν Εξειδίκευση

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

H Κούρσα προς τον Πάτο και o Φορολογικός Ανταγωνισμός


Φωτεινή Μαστρογιάννη
Οικονομολόγος, καθ. ΜΒΑ

Η παγκοσμιοποίηση με την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων έχει αυξήσει τον φορολογικό ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών. Οι επιχειρήσεις μεταφέρουν την έδρα τους σε γειτονικές χώρες που προσφέρουν κίνητρα μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων σε αυτές, κίνητρα όπως είναι οι φορολογικές ελαφρύνσεις. Προκαλείται λοιπόν αυτό που ονομάζεται «κούρσα προς τον πάτο» (race to the bottom).


Ως αποτέλεσμα τα δημόσια έσοδα μειώνονται και οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να περικόψουν τις δημόσιες δαπάνες γιατί τα έσοδα από φόρους είναι λιγότερα και να αυξήσουν παράλληλα τη φορολογία στο εισόδημα των φυσικών προσώπων, στην ακίνητη περιουσία και στην κατανάλωση. 

Κάποιοι δεν εναντιώνονται σε κάτι τέτοιο και υποστηρίζουν την περικοπή των δημοσίων δαπανών, λίγοι όμως ελέγχουν εάν οι δημόσιες δαπάνες που περικόπτονται είναι οι πραγματικά περιττές γιατί, ως γνωστόν, πολλές δημόσιες δαπάνες όπως είναι π.χ. οι αμυντικοί εξοπλισμοί, χαίρουν πολιτικής «προστασίας». Οι υποστηρικτές της περικοπής των δημοσίων δαπανών (και της αντίστοιχης επιβάρυνσης των φυσικών προσώπων μέσω των ιδιωτικοποιήσεων κτλ.) υποστηρίζουν ότι οι δημόσιες δαπάνες που συντηρούν τις κοινωνικές υπηρεσίες βλ. νοσοκομεία, σχολεία καπ μειώνουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ όσον αφορά τις εξαγωγές της, δεν εξηγούν όμως την αύξηση στις εξαγωγές κατά 30% που είχε η Δυτική Ευρώπη τη δεκαετία του 1950 και την αύξηση 40% που έχει σταθερά από τη δεκαετία του 1960. Συνεπώς, η μείωση των κοινωνικών δαπανών για εξορθολογισμό του κράτους και αύξηση της ανταγωνιστικότητας πρόκειται περί μύθου.

Ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών, όπως προαναφέρθηκε, μεταφέρει το βάρος της φορολόγησης στη μισθωτή εργασία και ως εκ τούτου η φοροδιαφυγή θα αυξηθεί και κατά συνέπεια και η διαφθορά. Πέραν αυτού, η μείωση της αγοραστικής ζήτησης που προκαλεί η φορολογική επιβάρυνση στα φυσικά πρόσωπα αποτελεί αντικίνητρο για την πολυσυζητημένη ανάπτυξη.

Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η μετανάστευση θα μπορούσε να μειώσει τις επιπτώσεις στις κοινωνικές δαπάνες. Αυτό θα ίσχυε στην περίπτωση που οι μετανάστες έβρισκαν δουλειά και φορολογούνταν για το εισόδημά τους και η φορολόγησή τους θα συντελούσε στη διατήρηση των κοινωνικών παροχών. Εν τούτοις, αυτό θα συνέβαινε σε μία οικονομία που θα μπορούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και οι μετανάστες θα είχαν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Όταν όμως οι μετανάστες έχουν χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και είναι νεαρής ηλικίας (όπως συμβαίνει στην Ελλάδα), η δε χώρα υποδοχής μαστίζεται από ανεργία (όπως πάλι είναι η περίπτωση της Ελλάδας), έχουν βαρύ δημοσιονομικό κόστος (δηλαδή οι παροχές και τα επιδόματα που παίρνουν οι μετανάστες επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό) κατά συνέπεια και οι φόροι των γηγενών θα αυξάνονται περαιτέρω. 

Μία λύση για τον φορολογικό ανταγωνισμό, όπως προτείνεται από κάποιους ερευνητές, θα ήταν ο φορολογικός συντονισμός μεταξύ των χωρών της ΕΕ με τη θέσπιση ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, λόγω της έλλειψης πολιτικού συντονισμού μεταξύ των χωρών αυτών. Αντίθετα, όπου υπήρξε κάποια μορφή πολιτικού συντονισμού στις χώρες της ΕΕ συνήθως ήταν εις βάρος των εργαζομένων και ειδικότερα των εργαζομένων των χωρών της περιφέρειας, όπως είναι οι χώρες του Νότου.

Ο φορολογικός συντονισμός μαζί με την καταπολέμηση της τεράστιας φοροδιαφυγής των πολυεθνικών εταιρειών θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μέσο δικαιότερης φορολογικής κατανομής των βαρών και όχι να επιβαρύνονται διαρκώς οι μόνιμα επιβαρυνόμενοι δηλαδή οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι.